- πολυμεράση
- η, Ν(βιοχ.)1. ονομασία καθενός από μια κατηγορία ενζύμων που διευκολύνουν τον πολυμερισμό, δηλαδή τον σχηματισμό ουσιών μεγάλου μοριακού βάρους, όπως είναι οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες και τα νουκλεϊκά οξέα2. φρ. α) «αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης»(βιοχ.) απλή τεχνική με την οποία ένα τμήμα δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNΑ) αντιγράφεται επανειλημμένα οδηγώντας σε εντυπωσιακή αύξηση τού υλικού έναρξηςβ) «πολυμεράση DNΑ»(βιοχ.) η δεσοξυριβονουκλεϊκή πολυμεράσηγ) «πολυμεράση RNΑ»(βιοχ.) η ριβονουκλεϊκή πολυμεράση.
Dictionary of Greek. 2013.