πολυμεράση

πολυμεράση
η, Ν
(βιοχ.)
1. ονομασία καθενός από μια κατηγορία ενζύμων που διευκολύνουν τον πολυμερισμό, δηλαδή τον σχηματισμό ουσιών μεγάλου μοριακού βάρους, όπως είναι οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες και τα νουκλεϊκά οξέα
2. φρ. α) «αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης»
(βιοχ.) απλή τεχνική με την οποία ένα τμήμα δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNΑ) αντιγράφεται επανειλημμένα οδηγώντας σε εντυπωσιακή αύξηση τού υλικού έναρξης
β) «πολυμεράση DNΑ»
(βιοχ.) η δεσοξυριβονουκλεϊκή πολυμεράση
γ) «πολυμεράση RNΑ»
(βιοχ.) η ριβονουκλεϊκή πολυμεράση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

  • πριμάση — η, Ν (βιοχ.) πολυμεράση RNΑ που συνθέτει το πρωταρχικό RNΑ για τη σύνθεση τού DNΑ κατά την αντιγραφή τού τελευταίου …   Dictionary of Greek

  • πρωταρχικός — ή, ό, Ν 1. ο πρώτος και αρχικός, πρώτος πρώτος, πρώτιστος («πρωταρχικό σου καθήκον είναι να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου απέναντί του») 2. βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός («η συμμετοχή του στο συμβούλιο είναι πρωταρχικής σημασίας») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ριβονουκλεϊκός — ή, ό, Ν φρ. α) «ριβονουκλεϊκή πολυμεράση» (βιοχ.) ένζυμο που συμμετέχει στη μεταγραφή τού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος για την παροχή τού συμπληρωματικού ριβονουκλεϊκού οξέος β) «ριβονουκλεϊκό οξύ» (βιοχ.) μόριο υψηλού μοριακού βάρους που… …   Dictionary of Greek

  • Κόρνμπεργκ, Άρθουρ — (Arthur Kornberg, Νέα Υόρκη 1918 –). Αμερικανός βιοχημικός. Σπούδασε στο κολέγιο της Νέας Υόρκης και στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ απ’ όπου έλαβε το διδακτορικό του (1941). Στο διάστημα 1947 53 κατείχε τον τίτλο του διευθυντή του Τομέα Ενζύμων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”